Πέρασε πάνω από χρόνος για να της χορηγηθεί πρόσφατα το δελτίο της αίτησης ασύλου, το οποίο θα τη γλιτώσει από τη συνεχή ταλαιπωρία στα αστυνομικά τμήματα για εξακρίβωση και θα της επιτρέψει να εκδώσει ΑΜΚΑ και ΑΦΜ, ώστε να συνεχίσει να παίρνει αγωγή για τον HIV.
Η Ε., 42 ετών σήμερα (τα στοιχεία της βρίσκονται στη διάθεση της «Εφ.Συν.»), είναι μετανάστρια από το Καζακστάν και μία από τις οροθετικές γυναίκες που συνελήφθησαν τέτοιες μέρες πριν από επτά χρόνια, παραμονές των εκλογών του Ιουνίου του 2012, σε στοχευμένη επιχείρηση-σκούπα της αστυνομίας με βάση τη διαβόητη υγειονομική διάταξη 39Α που εξέδωσε ο τότε υπουργός Υγείας, Ανδρέας Λοβέρδος, και την επανέφερε αργότερα ο Αδωνις Γεωργιάδης, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση του ιατρικού κόσμου στην Ελλάδα και διεθνώς, όπως και οργανώσεων και φορέων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Παρά τα κείμενα υποστήριξης των γυναικών που βγήκαν τότε, παρά τη δημόσια συγγνώμη που ζήτησε αργότερα ο πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ, Θεόφιλος Ρόζενμπεργκ, η πολιτεία εξακολουθεί να μην εφαρμόζει στο σύνολό τους τις υποσχέσεις για βοήθεια στις γυναίκες, ενώ πολλές έχουν φύγει από τη ζωή.
Επειτα από αγώνα της δικηγόρου της E., Βικτώριας Πλατή, κατάφερε να εγκριθεί το μεταγενέστερο αίτημα ασύλου και να της δοθεί το δελτίο της αίτησης διεθνούς προστασίας, έτσι ώστε να περάσει από συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου τον Δεκέμβριο του 2019.
Η Υπηρεσία θα κληθεί τότε να αποφασίσει αν συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, που δίνεται σε πρόσωπα τα οποία δεν θεωρείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για να πάρουν πολιτικό άσυλο, αλλά είναι εκτεθειμένα σε σοβαρή απειλή στη χώρα καταγωγής.
Το πογκρόμ της αστυνομίας
Η Ε. ήρθε στην Ελλάδα από το Καζακστάν, μαζί με την οικογένειά της, όταν ήταν 12 ετών. Δεν αποφοίτησε ποτέ από το Γυμνάσιο και από πολύ μικρή ηλικία έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Το 2012, συνελήφθη και κρατήθηκε στο Α.Τ. Ομονοίας, στο πλαίσιο της επιχείρησης – πογκρόμ κατά των οροθετικών γυναικών και υποβλήθηκε σε καταναγκαστικές ιατρικές εξετάσεις εκεί, στο αστυνομικό τμήμα, κατά παράβαση κάθε ιατρικής δεοντολογίας. Εκεί διαγνώσθηκε και έμαθε ότι είναι φορέας του ιού HIV.
Εκτοτε, δίνει καθημερινό αγώνα προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ιό, όπως και την εξάρτησή της (παρακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης στον ΟΚΑΝΑ), αλλά και τον στιγματισμό της μετά τη δημόσια διαπόμπευση. Κι όλα αυτά χωρίς καμία στήριξη από την οικογένειά της, που έχει διακόψει κάθε επαφή μαζί της, εδώ και χρόνια.
Είναι ξεκάθαρο ότι η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη, καθώς εκεί οι φορείς του HIV δεν παίρνουν σωστή θεραπεία, όπως σημειώνει η Β. Πλατή. Δεν έχει κανέναν συγγενή για να τη στηρίξει, ούτε την οικονομική δυνατότητα να επιβιώσει και να αντιμετωπίσει την ασθένειά τη σε μία χώρα ουσιαστικά άγνωστη και ξένη γι’ αυτήν, αφού όλες οι κοινωνικές και συναισθηματικές της σχέσεις βρίσκονται στην Ελλάδα.
Η καθημερινότητά της, Γολγοθάς, τον οποίο απαλύνει κάπως η καλοσύνη των ξένων. Ακόμη και τα φάρμακα που έπαιρνε μέχρι πρότινος, τα έπαιρνε χάρη στην ευαισθησία που έδειχναν οι γιατροί και οι εργαζόμενοι του Λαϊκού Γενικού Νοσοκομείο Αθηνών, καθώς βρισκόταν ακόμα σε καθεστώς αναμονής του δελτίου της αίτησης ασύλου και δεν είχε ΑΜΚΑ.
«Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να βγάλουν μία απόφαση από την Υπηρεσία, ενώ γνώριζαν πόσο σημαντικό είναι να έχει έστω έναν ΑΜΚΑ για να αντιμετωπίσει την ασθένεια. Κερδίσαμε μία μάχη. Τώρα θα μπορέσει να βγάλει τον ΑΜΚΑ, θα διεκδικήσει και το επίδομα που δικαιούται λόγω της ασθένειάς της. Το θέμα είναι μετά τι θα γίνει. Γιατί αυτό το δελτίο έχει περιορισμένη ισχύ. Στη συνέντευξη που θα δώσει τον Δεκέμβριο, θα κριθεί αν θα της παραχωρήσουν το καθεστώς επικουρικής προστασίας, για να μπορέσει επιτέλους να αποκτήσει μια σχετική κανονικότητα η ζωή της», τονίζει η Β. Πλατή.
Στο τμήμα της Ομόνοιας
Μια «κανονικότητα» που για την Ε. έχει χαθεί προ πολλού. Μετά το καθημερινό τσουβάλιασμα σε αστυνομικά τμήματα, χαμένη και χωρίς φροντίδα στον κόσμο της εξάρτησης, ήρθε η διαπόμπευση σε δημόσια θέα.
«Με σταμάτησαν στον δρόμο και μου ζήτησαν ταυτότητα. Οταν τους είπα ότι δεν είχα, με πήγαν στο Α.Τ. Ομόνοιας. Οταν μπήκα μέσα, τρελάθηκα! Ολα τα κορίτσια ήταν εκεί! Μου είπαν να μπω σε ένα δωμάτιο με γιατρούς. Μου πήραν αίμα και σε λιγότερο από πέντε λεπτά μου λέει ένας γιατρός: «Είσαι φορέας. Εχεις HIV». Δεν θυμάμαι τι έκανα. Εκλαιγα; Λιποθύμησα; Οταν συνήλθα, μου λέει ο γιατρός: «Πάτε και κολλάτε τους ανθρώπους επίτηδες», την ώρα που ούτε εμείς δεν ξέραμε τι είχαμε. Δεν το πίστευα! Τόση προσπάθεια έκανα να μην αρρωστήσω! Δεν άντεξα».
Η Ε. μάς λέει ότι αποπειράθηκε να βάλει τέρμα στη ζωή της -έζησε, αλλά έχοντας έκτοτε προβλήματα στην κίνηση του χεριού. Συνεχίζει τη διήγηση για όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης: «Στη ΓΑΔΑ μάς κράτησαν τρεις-τέσσερις μέρες. Ολες ήμασταν χάλια. Με εμετούς και διάρροιες. Κανείς δεν μας βοήθησε, γιατροί δεν μας επισκέφθηκαν, οι αστυνομικοί μας πετούσαν το φαγητό από μακριά, φορώντας γάντια και μάσκες. Πιστεύω ότι, επειδή ήταν περίοδος εκλογών, ήθελαν να δείξουν ότι η ελληνική αστυνομία δουλεύει και βρήκαν εμάς. Ποιες, εμάς! Τα αρρωστάκια! Μετά μας πήγαν προφυλακιστέες στον Κορυδαλλό, σε μια πτέρυγα που ήταν μόνο οροθετικές. Μια κοπελίτσα, φίλη μου, εκεί έμαθε ότι ήταν φορέας και κρεμάστηκε, πέθανε».
Επτά χρόνια μετά τη διαπόμπευσή της η Ε. προσπαθεί να ορθοποδήσει. Ζει με το αγόρι της, ο οποίος της έχει σταθεί πολύ όλο αυτό το διάστημα.
«Δεν έχει καμία σχέση με μένα. Ούτε τσιγάρο δεν καπνίζει», λέει γελώντας. «Αυτό που θέλω περισσότερο από κάθε τι είναι να πάρω τα χαρτιά μου. Εχω φτιάξει τα κάτω δόντια μου, τώρα μένει να κάνω και τα πάνω. Θέλω να κάνω κι ένα τατουάζ, κάτι ωραία λουλούδια, για να μη φαίνονται τα σημάδια στα χέρια μου από την απόπειρα και να πάω στη μάνα μου, να τους δω, κι ας μη με θέλουν. Απλώς να τους δω…».